μπιρμπιλώνω

μπιρμπιλώνω
μετ. отделывать (кружевной) каймой, отделывать кружевами

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "μπιρμπιλώνω" в других словарях:

  • μπιρμπιλώνω — και μπιμπιλώνω [μπιρμπίλα] 1. στολίζω εσώρουχο, μαντίλι, κέντημα με μπιρμπίλα, διακοσμώ με μπιρμπίλες 2. ρελιάζω, στριφώνω …   Dictionary of Greek

  • μπιμπιλώνω — βλ. μπιρμπιλώνω …   Dictionary of Greek

  • μπιρμπιλωτός — και μπιμπιλωτός, ή, ό [μπιρμπιλώνω] 1. στολισμένος με μπιρμπίλες 2. στριφωμένος, ρελιασμένος …   Dictionary of Greek

  • πιρμπίλωμα — και μπιμπίλωμα, το [μπιρμπιλώνω] 1. η διακόσμηση εσωρούχων, μαντιλιών ή κεντημάτων με μπιρμπίλα 2. στρίφωμα, ρέλιασμα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»